πτωκάδες

πτωκάδες
πτωκάς
timorous
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πτωκάς — άδος, ἡ, Α 1. δειλή, φοβισμένη 2. μτφ. ζαρωμένη («πτωκάς κύπειρος», Σιμμ.) 3. (στον πληθ. ως ουσ.) «αἱ πτωκάδες» οι Άρπυιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτώξ, κός «δειλός» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πελει άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”